Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλογύνης < αρχαία ελληνική φιλέω-φιλώ + γυνή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλογύνης αρσενικό

  • ο γυναικάς, αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία