φιλογύνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλογύνης < αρχαία ελληνική φιλογύνης < φιλέω + -γύνης (< γυνή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλογύνης αρσενικό
- ο γυναικάς, αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φιλογύνης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλογύνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.