φθορίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φθορίαση | οι | φθοριάσεις |
γενική | της | φθορίασης* | των | φθοριάσεων |
αιτιατική | τη | φθορίαση | τις | φθοριάσεις |
κλητική | φθορίαση | φθοριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φθοριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφθορίαση θηλυκό
- η δηλητηρίαση από φθόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)