↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθορίαση οι φθοριάσεις
      γενική της φθορίασης* των φθοριάσεων
    αιτιατική τη φθορίαση τις φθοριάσεις
     κλητική φθορίαση φθοριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φθοριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φθορίαση < φθόρ(ιο) + -ίαση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fluorosis[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φθορίαση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)