φθισιατρείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φθισιατρείο ουδέτερο
- όρος του περασμένου αιώνα για τα ιατρεία και τις κλινικές που ειδικεύονταν στην αντιμετώπιση της φυματίωσης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φθισιατρείο
|