φθειρίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φθειρίαση | οι | φθειριάσεις |
γενική | της | φθειρίασης* | των | φθειριάσεων |
αιτιατική | τη | φθειρίαση | τις | φθειριάσεις |
κλητική | φθειρίαση | φθειριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φθειριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φθειρίαση < (ελληνιστική κοινή) φθειρίασις < αρχαία ελληνική φθείρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφθειρίαση θηλυκό
- (ιατρική) είδος δερματοπάθειας που προκαλείται από τις ψείρες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φθείρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φθειρίαση