φειδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φειδιακός < ελληνιστική κοινή Φειδιακός[1]
Επίθετο επεξεργασία
φειδιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον αρχαίο Έλληνα γλύπτη Φειδία ή που δημιουργήθηκε από αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
φειδιακός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)