φεγγαρόφως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φεγγαρόφως | τα | φεγγαρόφωτα |
γενική | του | φεγγαρόφωτος | των | φεγγαροφώτων |
αιτιατική | το | φεγγαρόφως | τα | φεγγαρόφωτα |
κλητική | φεγγαρόφως | φεγγαρόφωτα | ||
Συγκρίνετε με την κλίση για το φεγγαρόφωτο. | ||||
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεγγαρόφως < φεγγάρι(ι) + -ό- + φως, κατά στο σεληνόφως
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /feŋ.ɡaˈɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γα‐ρό‐φως
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεγγαρόφως ουδέτερο
- άλλη μορφή του φεγγαρόφωτο
- ※ Ένα φεγγαρόφως όμως όχι ρωμαντικό, αλλά θα λέγαμε, ένα φεγγαρόφως για τους σεληνιακούς
- Καραντώνης, Αντρέας (1977) Ποιητικά. Κριτικά κείμενα, σελίδα 339
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- φεγγαρόφωτος (επίθετο)
→ και δείτε τη λέξη φεγγαρόφωτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φεγγαρόφως
→ δείτε τη λέξη σεληνόφως |