φασκέλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φασκέλωμα < μεσαιωνική ελληνική σφακέλωμα < σφασκελώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφασκέλωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του φασκελώνω, το να κάνει κάποιος τη χειρονομία της ανοιχτής παλάμης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φασκέλωμα
|