Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φασαρτζής οι φασαρτζήδες
      γενική του φασαρτζή των φασαρτζήδων
    αιτιατική τον φασαρτζή τους φασαρτζήδες
     κλητική φασαρτζή φασαρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασαρτζής < φασαρία + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασαρτζής αρσενικό (λαϊκότροπο)

  1. για άνθρωπο που προκαλεί ταραχές και αψιμαχίες
  2. για άνθρωπο με κέφι, ζωηρό στην παρέα, φωνακλάς ή υπερκινητικός που σχολιάζει τα πάντα, συχνά πειραχτικά ή επικριτικά