φασαρτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φασαρτζής αρσενικό (λαϊκότροπο)
- για άνθρωπο που προκαλεί ταραχές και αψιμαχίες
- για άνθρωπο με κέφι, ζωηρό στην παρέα, φωνακλάς ή υπερκινητικός που σχολιάζει τα πάντα, συχνά πειραχτικά ή επικριτικά