φασίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φασίνα | οι | φασίνες |
γενική | της | φασίνας | — | |
αιτιατική | τη | φασίνα | τις | φασίνες |
κλητική | φασίνα | φασίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φασίνα < πιθανόν από το ιταλικό fascina (δεμάτι ξύλων)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφασίνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ύφασμα (αλειμμένο με κατράμι) που τυλίγεται γύρω από σκοινί για να μη φθείρεται αυτό από την τριβή
- γενική καθαριότητα στο σπίτι ή σε επαγγελματικό χώρο (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τζάμια κ.λπ.)