↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φασάτος η φασάτη το φασάτο
      γενική του φασάτου της φασάτης του φασάτου
    αιτιατική τον φασάτο τη φασάτη το φασάτο
     κλητική φασάτε φασάτη φασάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φασάτοι οι φασάτες τα φασάτα
      γενική των φασάτων των φασάτων των φασάτων
    αιτιατική τους φασάτους τις φασάτες τα φασάτα
     κλητική φασάτοι φασάτες φασάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φασάτος < ιταλική fasciato < fascia[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε φάσα + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

φασάτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)