Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρυγγοσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φαρυγγοσκόπι
ο
τα
φαρυγγοσκόπι
α
γενική
του
φαρυγγοσκόπι
ου
των
φαρυγγοσκόπι
ων
αιτιατική
το
φαρυγγοσκόπι
ο
τα
φαρυγγοσκόπι
α
κλητική
φαρυγγοσκόπι
ο
φαρυγγοσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρυγγοσκόπιο
<
φάρυγγας
+
-σκόπιο
(<
αρχαία ελληνική
σκοπέω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρυγγοσκόπιο
ουδέτερο
όργανο
για την εξέταση του φάρυγγα, ιατρικό
εργαλείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρυγγοσκόπιο