φαρμακοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακοφοβία < (αντιδάνειο) pharmacophobia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακοφοβία θηλυκό
- η φοβία για τα φαρμακευτικά σκευάσματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακοφοβία
φαρμακοφοβία θηλυκό