Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαραγγώδης η φαραγγώδης το φαραγγώδες
      γενική του φαραγγώδους της φαραγγώδους του φαραγγώδους
    αιτιατική τον φαραγγώδη τη φαραγγώδη το φαραγγώδες
     κλητική φαραγγώδη(ς) φαραγγώδης φαραγγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαραγγώδεις οι φαραγγώδεις τα φαραγγώδη
      γενική των φαραγγωδών των φαραγγωδών των φαραγγωδών
    αιτιατική τους φαραγγώδεις τις φαραγγώδεις τα φαραγγώδη
     κλητική φαραγγώδεις φαραγγώδεις φαραγγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαραγγώδης < (ελληνιστική κοινήφαραγγώδης

  Επίθετο επεξεργασία

φαραγγώδης

  1. για περιοχή με φαράγγια
  2. ο όμοιος με φαράγγι

  Μεταφράσεις επεξεργασία