Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαραγγώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαραγγώδ
ης
η
φαραγγώδ
ης
το
φαραγγώδ
ες
γενική
του
φαραγγώδ
ους
της
φαραγγώδ
ους
του
φαραγγώδ
ους
αιτιατική
τον
φαραγγώδ
η
τη
φαραγγώδ
η
το
φαραγγώδ
ες
κλητική
φαραγγώδ
η
(
ς
)
φαραγγώδ
ης
φαραγγώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαραγγώδ
εις
οι
φαραγγώδ
εις
τα
φαραγγώδ
η
γενική
των
φαραγγωδ
ών
των
φαραγγωδ
ών
των
φαραγγωδ
ών
αιτιατική
τους
φαραγγώδ
εις
τις
φαραγγώδ
εις
τα
φαραγγώδ
η
κλητική
φαραγγώδ
εις
φαραγγώδ
εις
φαραγγώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαραγγώδης
< (
ελληνιστική κοινή
)
φαραγγώδης
Επίθετο
επεξεργασία
φαραγγώδης
για περιοχή με
φαράγγια
ο
όμοιος
με
φαράγγι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαραγγώδης