φαντασιακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- φαντασιακό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαντασιακό ουδέτερο
- (φιλοσοφία, ψυχολογία) πλαίσιο αξιών, εύρος αρχών κι ιδεολογιών φανταστικά πλασμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαντασιακό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φαντασιακός