Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαρόποδας οι φαλαρόποδες
      γενική του φαλαρόποδα των φαλαρόποδων
    αιτιατική τον φαλαρόποδα τους φαλαρόποδες
     κλητική φαλαρόποδα φαλαρόποδες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Δείτε και την κλίση φαλαρόπους.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαρόπους οι φαλαρόποδες
      γενική του φαλαρόποδος των φαλαροπόδων
    αιτιατική τον φαλαρόποδα τους φαλαρόποδες
     κλητική φαλαρόπους φαλαρόποδες
Δείτε και την κλίση φαλαρόποδας.
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ερυθρόλαιμος φαλαρόποδας

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλαρόποδας < φάλαρα + -ο- + πόδι + -ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαλαρόποδας αρσενικό

  • (πτηνό) μικρό αποδημητικό πουλί που ανήκει στο γένος Φαλαρόπους
    ※  Τον τίτλο του πιο «ηλίθιου πουλιού στον κόσμο» κερδίζει επάξια ο ερυθρόλαιμος φαλαρόποδας, ένα πουλί στην Βρετανία που, αντί να ξεχειμωνιάσει στην Αραβική Θάλασσα, αυτός ακολουθεί μια απίστευτα τεράστια διαδρομή... (* εφημερίδα Τα Νέα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία