φακόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φακόμετρο | τα | φακόμετρα |
γενική | του | φακόμετρου & φακομέτρου |
των | φακόμετρων & φακομέτρων |
αιτιατική | το | φακόμετρο | τα | φακόμετρα |
κλητική | φακόμετρο | φακόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φακόμετρο ουδέτερο
- όργανο των οπτικών για τη μέτρηση των φακών
Μεταφράσεις επεξεργασία
φακόμετρο
|