φακλάνα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φακλάνα | οι | φακλάνες |
γενική | της | φακλάνας | — | |
αιτιατική | τη | φακλάνα | τις | φακλάνες |
κλητική | φακλάνα | φακλάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- φακλάνα < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈkla.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐κλά‐να
Ουσιαστικό
φακλάνα θηλυκό
- (παρωχημένο) πόρνη προχωρημένης ηλικίας
- (μειωτικό) χοντρή και άσχημη γυναίκα
- (υβριστικό) γυναίκα με πρόστυχη συμπεριφορά
Μεταφράσεις
φακλάνα
|
Αναφορές
- ↑ φακλάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας