Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακλάνα οι φακλάνες
      γενική της φακλάνας
    αιτιατική τη φακλάνα τις φακλάνες
     κλητική φακλάνα φακλάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

φακλάνα < άγνωστης ετυμολογίας[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /faˈkla.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐κλά‐να

  Ουσιαστικό

φακλάνα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) πόρνη προχωρημένης ηλικίας
  2. (μειωτικό) χοντρή και άσχημη γυναίκα
  3. (υβριστικό) γυναίκα με πρόστυχη συμπεριφορά

  Μεταφράσεις

  Αναφορές