φαινομενισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαινομενισμός αρσενικό
- η φαινομενοκρατία, η αντίληψη ότι ο νους μπορεί να συλλάβει μόνον αυτό που φαίνεται, το φαινόμενο και όχι την πραγματική υπόσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαινομενισμός
|