φαινοθειαζίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαινοθειαζίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική phenothiazine
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαινοθειαζίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) σκεύασμα με αντιισταμινική, ηρεμιστική, αντιψυχωσική και αντιχολινεργική δράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαινοθειαζίνη