Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαιλόνιο τα φαιλόνια
      γενική του φαιλονίου
φαιλόνιου
των φαιλονίων
    αιτιατική το φαιλόνιο τα φαιλόνια
     κλητική φαιλόνιο φαιλόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιλόνιο < μεσαιωνική ελληνική φαιλόνιον, με αντιμετάθεση της ελληνιστικής φαινόλιον < λατινική paenula (είδος μανδύα των Ρωμαίων που τους προφύλασσε από το κρύο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαιλόνιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία