φαιλόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιλόνιο < μεσαιωνική ελληνική φαιλόνιον, με αντιμετάθεση της ελληνιστικής φαινόλιον < λατινική paenula (είδος μανδύα των Ρωμαίων που τους προφύλασσε από το κρύο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαιλόνιο ουδέτερο
- ειδικό, αμάνικο άμφιο των πρεσβυτέρων και των επισκόπων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φαιλόνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαιλόνιο
|