φάλκονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φάλκονας | οι | φάλκονες |
γενική | του | φάλκονα | των | φαλκόνων |
αιτιατική | τον | φάλκονα | τους | φάλκονες |
κλητική | φάλκονα | φάλκονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφάλκονας ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- Φαλκονάκης (επώνυμο)
- Φαλκονέρα (βραχονησίδα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πετρίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ W.J. Aerts και Hero Hokwerda, Lexicon on ‘The Chronicle of Morea’ (Λέιντεν: Brill, 2021 [¹2001], ISBN 978-90-04-49548-7), σ. 498.