υφέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υφέσιμος | η | υφέσιμη | το | υφέσιμο |
γενική | του | υφέσιμου | της | υφέσιμης | του | υφέσιμου |
αιτιατική | τον | υφέσιμο | την | υφέσιμη | το | υφέσιμο |
κλητική | υφέσιμε | υφέσιμη | υφέσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υφέσιμοι | οι | υφέσιμες | τα | υφέσιμα |
γενική | των | υφέσιμων | των | υφέσιμων | των | υφέσιμων |
αιτιατική | τους | υφέσιμους | τις | υφέσιμες | τα | υφέσιμα |
κλητική | υφέσιμοι | υφέσιμες | υφέσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υφέσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυφέσιμος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υφέσιμος
|