Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστεροσκοπικός η υστεροσκοπική το υστεροσκοπικό
      γενική του υστεροσκοπικού της υστεροσκοπικής του υστεροσκοπικού
    αιτιατική τον υστεροσκοπικό την υστεροσκοπική το υστεροσκοπικό
     κλητική υστεροσκοπικέ υστεροσκοπική υστεροσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστεροσκοπικοί οι υστεροσκοπικές τα υστεροσκοπικά
      γενική των υστεροσκοπικών των υστεροσκοπικών των υστεροσκοπικών
    αιτιατική τους υστεροσκοπικούς τις υστεροσκοπικές τα υστεροσκοπικά
     κλητική υστεροσκοπικοί υστεροσκοπικές υστεροσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υστεροσκοπικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υστεροσκοπικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία