Δείτε επίσης: ὑποφορά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποφορά οι υποφορές
      γενική της υποφοράς των υποφορών
    αιτιατική την υποφορά τις υποφορές
     κλητική υποφορά υποφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποφορά < αρχαία ελληνική ὑποφορά < ὑποφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποφορά θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία