Δείτε επίσης: υποστάθμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποσταθμός οι υποσταθμοί
      γενική του υποσταθμού των υποσταθμών
    αιτιατική τον υποσταθμό τους υποσταθμούς
     κλητική υποσταθμέ υποσταθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποσταθμός < υπο- + σταθμός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.staθˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐σταθ‐μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποσταθμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία