υποσταθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.staθˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐σταθ‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποσταθμός αρσενικό
- εξαρτώμενο παράρτημα ενός πιο σημαντικού σταθμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποσταθμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποσταθμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας