υποθρεψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποθρεψία | οι | υποθρεψίες |
γενική | της | υποθρεψίας | των | υποθρεψιών |
αιτιατική | την | υποθρεψία | τις | υποθρεψίες |
κλητική | υποθρεψία | υποθρεψίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποθρεψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική hypothrepsie
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποθρεψία θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) ελλιπής θρέψη του οργανισμού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υποθρεψία
Πηγές
επεξεργασία- υποθρεψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υποθρεψία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr