υποευτηκτοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υποευτηκτοειδής | η | υποευτηκτοειδής | το | υποευτηκτοειδές |
γενική | του | υποευτηκτοειδούς* | της | υποευτηκτοειδούς | του | υποευτηκτοειδούς |
αιτιατική | τον | υποευτηκτοειδή | την | υποευτηκτοειδή | το | υποευτηκτοειδές |
κλητική | υποευτηκτοειδή(ς) | υποευτηκτοειδής | υποευτηκτοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υποευτηκτοειδείς | οι | υποευτηκτοειδείς | τα | υποευτηκτοειδή |
γενική | των | υποευτηκτοειδών | των | υποευτηκτοειδών | των | υποευτηκτοειδών |
αιτιατική | τους | υποευτηκτοειδείς | τις | υποευτηκτοειδείς | τα | υποευτηκτοειδή |
κλητική | υποευτηκτοειδείς | υποευτηκτοειδείς | υποευτηκτοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποευτηκτοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυποευτηκτοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποευτηκτοειδής
|