υπνωτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνωτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνωτήριο ουδέτερο
- κλειστός χώρος, συνήθως σε ίδρυμα, όπου μπορούν άτομα χωρίς οικονομικά μέσα και χωρίς στέγη να κοιμούνται τα βράδια
- κλειστός χώρος όπου κοιμούνται μαζί στρατιώτες, κρατούμενοι, κλπ.