Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπνωτήριο τα υπνωτήρια
      γενική του υπνωτηρίου
υπνωτήριου
των υπνωτηρίων
    αιτιατική το υπνωτήριο τα υπνωτήρια
     κλητική υπνωτήριο υπνωτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνωτήριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπνωτήριο ουδέτερο

  1. κλειστός χώρος, συνήθως σε ίδρυμα, όπου μπορούν άτομα χωρίς οικονομικά μέσα και χωρίς στέγη να κοιμούνται τα βράδια
  2. κλειστός χώρος όπου κοιμούνται μαζί στρατιώτες, κρατούμενοι, κλπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία