υπνοφαντασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπνοφαντασία < ὑπνοφαντασία (μαρτυρείται από το 1895)[1] < ύπνος + φαντασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπνοφαντασία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπνοφαντασία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1047, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.