υπερτροφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερτροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hyperfood < υπερ- + τροφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
η υπερτροφή (el) θηλυκό
- (εμπορικός όρος) σπάνια ή κοινά φυτικά τρόφιμα και αφεψήματα με αυξημένη θρεπτική αξία