↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερτρίχωση οι υπερτριχώσεις
      γενική της υπερτρίχωσης* των υπερτριχώσεων
    αιτιατική την υπερτρίχωση τις υπερτριχώσεις
     κλητική υπερτρίχωση υπερτριχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτριχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερτρίχωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypertrichosis. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + τρίχωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερτρίχωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υπερτρίχωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)