υπερρεαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερρεαλιστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surréaliste
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερρεαλιστής αρσενικό, -ίστρια
- οπαδός του υπερρεαλισμού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερρεαλιστής