Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερμεταδότης οι υπερμεταδότες
      γενική του υπερμεταδότη των υπερμεταδοτών
    αιτιατική τον υπερμεταδότη τους υπερμεταδότες
     κλητική υπερμεταδότη υπερμεταδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερμεταδότης < υπερ- + μεταδότης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική superspreader

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.me.taˈðo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐με‐τα‐δό‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερμεταδότης αρσενικό

  • (επιδημιολογία) μολυσματικός οργανισμός προσβεβλημένος από μία νόσο που μολύνει ασυνήθιστα πολλούς άλλους. Σε μια ανθρώπινη ασθένεια, είναι ένα άτομο που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να μεταδώσει τη νόσο σε άλλα άτομα σε σχέση με ένα τυπικό ασθενή.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία