υπερκονδύλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερκονδύλιος | η | υπερκονδύλια & υπερκονδύλιος |
το | υπερκονδύλιο |
γενική | του | υπερκονδύλιου & υπερκονδυλίου |
της | υπερκονδύλιας & υπερκονδυλίου |
του | υπερκονδύλιου & υπερκονδυλίου |
αιτιατική | τον | υπερκονδύλιο | την | υπερκονδύλια & υπερκονδύλιο |
το | υπερκονδύλιο |
κλητική | υπερκονδύλιε | υπερκονδύλια & υπερκονδύλιε |
υπερκονδύλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερκονδύλιοι | οι | υπερκονδύλιες & υπερκονδύλιοι |
τα | υπερκονδύλια |
γενική | των | υπερκονδύλιων & υπερκονδυλίων |
των | υπερκονδύλιων & υπερκονδυλίων |
των | υπερκονδύλιων & υπερκονδυλίων |
αιτιατική | τους | υπερκονδύλιους & υπερκονδυλίους |
τις | υπερκονδύλιες & υπερκονδυλίους |
τα | υπερκονδύλια |
κλητική | υπερκονδύλιοι | υπερκονδύλιες & υπερκονδύλιοι |
υπερκονδύλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερκονδύλιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυπερκονδύλιος, -α/-ος, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκονδύλιος
|