υπερανάληψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερανάληψη < υπέρ + ανάληψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overdraft)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερανάληψη θηλυκό
- η ανάληψη από κάποιον καταθέτη χρηματικού ποσού μεγαλύτερου από τις καταθέσεις του, εφόσον του παρέχεται η δυνατότητα αυτή από την τράπεζά του