υπερανάληψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερανάληψη | οι | υπεραναλήψεις |
γενική | της | υπερανάληψης* | των | υπεραναλήψεων |
αιτιατική | την | υπερανάληψη | τις | υπεραναλήψεις |
κλητική | υπερανάληψη | υπεραναλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραναλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερανάληψη < υπερ- + ανάληψη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overdraft
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερανάληψη θηλυκό
- (οικονομία) η ανάληψη από κάποιον καταθέτη χρηματικού ποσού μεγαλύτερου από τις καταθέσεις του, εφόσον του παρέχεται η δυνατότητα αυτή από την τράπεζά του