υμενοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υμενοειδής | η | υμενοειδής | το | υμενοειδές |
γενική | του | υμενοειδούς* | της | υμενοειδούς | του | υμενοειδούς |
αιτιατική | τον | υμενοειδή | την | υμενοειδή | το | υμενοειδές |
κλητική | υμενοειδή(ς) | υμενοειδής | υμενοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υμενοειδείς | οι | υμενοειδείς | τα | υμενοειδή |
γενική | των | υμενοειδών | των | υμενοειδών | των | υμενοειδών |
αιτιατική | τους | υμενοειδείς | τις | υμενοειδείς | τα | υμενοειδή |
κλητική | υμενοειδείς | υμενοειδείς | υμενοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υμενοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυμενοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία υμενοειδής
|