↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υμενοειδής η υμενοειδής το υμενοειδές
      γενική του υμενοειδούς* της υμενοειδούς του υμενοειδούς
    αιτιατική τον υμενοειδή την υμενοειδή το υμενοειδές
     κλητική υμενοειδή(ς) υμενοειδής υμενοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υμενοειδείς οι υμενοειδείς τα υμενοειδή
      γενική των υμενοειδών των υμενοειδών των υμενοειδών
    αιτιατική τους υμενοειδείς τις υμενοειδείς τα υμενοειδή
     κλητική υμενοειδείς υμενοειδείς υμενοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υμενοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

υμενοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία