υδροθάλαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈθa.la.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐θά‐λα‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροθάλαμος αρσενικό
- θάλαμος ατμολέβητα στον οποίο εξατμίζεται το νερό αφού διοχετευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροθάλαμος
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- υδροθάλαμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)