Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδρενεργειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υδρενεργειακ
ός
η
υδρενεργειακ
ή
το
υδρενεργειακ
ό
γενική
του
υδρενεργειακ
ού
της
υδρενεργειακ
ής
του
υδρενεργειακ
ού
αιτιατική
τον
υδρενεργειακ
ό
την
υδρενεργειακ
ή
το
υδρενεργειακ
ό
κλητική
υδρενεργειακ
έ
υδρενεργειακ
ή
υδρενεργειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υδρενεργειακ
οί
οι
υδρενεργειακ
ές
τα
υδρενεργειακ
ά
γενική
των
υδρενεργειακ
ών
των
υδρενεργειακ
ών
των
υδρενεργειακ
ών
αιτιατική
τους
υδρενεργειακ
ούς
τις
υδρενεργειακ
ές
τα
υδρενεργειακ
ά
κλητική
υδρενεργειακ
οί
υδρενεργειακ
ές
υδρενεργειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδρενεργειακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υδρενεργειακός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρενεργειακός