Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδραυλική ρωγμάτωση < → δείτε τις λέξεις υδραυλικός και ρωγμάτωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hydraulic fracturing

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υδραυλική ρωγμάτωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία