υδατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υδατικός | η | υδατική | το | υδατικό |
γενική | του | υδατικού | της | υδατικής | του | υδατικού |
αιτιατική | τον | υδατικό | την | υδατική | το | υδατικό |
κλητική | υδατικέ | υδατική | υδατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υδατικοί | οι | υδατικές | τα | υδατικά |
γενική | των | υδατικών | των | υδατικών | των | υδατικών |
αιτιατική | τους | υδατικούς | τις | υδατικές | τα | υδατικά |
κλητική | υδατικοί | υδατικές | υδατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυδατικός, -ή, -ό
- σχετικός με το νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδατικός
|