Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγρός στίβος οι υγροί στίβοι
      γενική του υγρού στίβου των υγρών στίβων
    αιτιατική τον υγρό στίβο τους υγρούς στίβους
     κλητική υγρέ στίβε υγροί στίβοι
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρός στίβος < → δείτε τις λέξεις υγρός και στίβος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈɣɾos ˈsti.vos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υγρός στίβος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία