υγρός στίβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υγρός στίβος | οι | υγροί στίβοι |
γενική | του | υγρού στίβου | των | υγρών στίβων |
αιτιατική | τον | υγρό στίβο | τους | υγρούς στίβους |
κλητική | υγρέ στίβε | υγροί στίβοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɣɾos ˈsti.vos/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαυγρός στίβος αρσενικό
- (αθλητισμός) η θάλασσα ή μια πισίνα ως χώρος πραγματοποίησης αγώνων
- ⮡ Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Υγρού Στίβου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υγρός στίβος
|
Πηγές
επεξεργασία- στίβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας