Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υαλουρονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υαλουρονικ
ός
η
υαλουρονικ
ή
το
υαλουρονικ
ό
γενική
του
υαλουρονικ
ού
της
υαλουρονικ
ής
του
υαλουρονικ
ού
αιτιατική
τον
υαλουρονικ
ό
την
υαλουρονικ
ή
το
υαλουρονικ
ό
κλητική
υαλουρονικ
έ
υαλουρονικ
ή
υαλουρονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υαλουρονικ
οί
οι
υαλουρονικ
ές
τα
υαλουρονικ
ά
γενική
των
υαλουρονικ
ών
των
υαλουρονικ
ών
των
υαλουρονικ
ών
αιτιατική
τους
υαλουρονικ
ούς
τις
υαλουρονικ
ές
τα
υαλουρονικ
ά
κλητική
υαλουρονικ
οί
υαλουρονικ
ές
υαλουρονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υαλουρονικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υαλουρονικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υαλουρονικός