τόξεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τόξεμα | τα | τοξέματα |
γενική | του | τοξέματος | των | τοξεμάτων |
αιτιατική | το | τόξεμα | τα | τοξέματα |
κλητική | τόξεμα | τοξέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόξεμα < τόξευμα < αρχαία ελληνική τόξευμα < τοξεύω < τόξον
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόξεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τοξεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τόξεμα
|