τόξευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόξευμα < αρχαία ελληνική τόξευμα < τοξεύω < τόξον
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόξευμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τοξεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τόξευμα
|