τυφεκήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατυφεκήθρα θηλυκό
- έτσι λεγόταν το μικρό άνοιγμα, συνήθως σαν ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, οριζόντιο ή κατακόρυφο, στις αμυντικές οχυρώσεις, για να μπορούν οι στρατιώτες να στοχεύουν με τα τουφέκια τους χωρίς να μπορούν να τους πετύχουν εύκολα οι επιτιθέμενοι -αντίστοιχο της ακόμα αρχαιότερης πολεμίστρας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τυφεκήθρα
|