Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφεκήθρα οι τυφεκήθρες
      γενική της τυφεκήθρας των τυφεκήθρων
    αιτιατική την τυφεκήθρα τις τυφεκήθρες
     κλητική τυφεκήθρα τυφεκήθρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυφεκήθρα < τυφέκιον και τουφέκι + -ήθρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυφεκήθρα θηλυκό

  • έτσι λεγόταν το μικρό άνοιγμα, συνήθως σαν ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, οριζόντιο ή κατακόρυφο, στις αμυντικές οχυρώσεις, για να μπορούν οι στρατιώτες να στοχεύουν με τα τουφέκια τους χωρίς να μπορούν να τους πετύχουν εύκολα οι επιτιθέμενοι -αντίστοιχο της ακόμα αρχαιότερης πολεμίστρας


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία