τουφεκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατουφεκίζω (παθητική φωνή: τουφεκίζομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τουφεκίζω | τουφέκιζα | θα τουφεκίζω | να τουφεκίζω | τουφεκίζοντας | |
β' ενικ. | τουφεκίζεις | τουφέκιζες | θα τουφεκίζεις | να τουφεκίζεις | τουφέκιζε | |
γ' ενικ. | τουφεκίζει | τουφέκιζε | θα τουφεκίζει | να τουφεκίζει | ||
α' πληθ. | τουφεκίζουμε | τουφεκίζαμε | θα τουφεκίζουμε | να τουφεκίζουμε | ||
β' πληθ. | τουφεκίζετε | τουφεκίζατε | θα τουφεκίζετε | να τουφεκίζετε | τουφεκίζετε | |
γ' πληθ. | τουφεκίζουν(ε) | τουφέκιζαν τουφεκίζαν(ε) |
θα τουφεκίζουν(ε) | να τουφεκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τουφέκισα | θα τουφεκίσω | να τουφεκίσω | τουφεκίσει | ||
β' ενικ. | τουφέκισες | θα τουφεκίσεις | να τουφεκίσεις | τουφέκισε | ||
γ' ενικ. | τουφέκισε | θα τουφεκίσει | να τουφεκίσει | |||
α' πληθ. | τουφεκίσαμε | θα τουφεκίσουμε | να τουφεκίσουμε | |||
β' πληθ. | τουφεκίσατε | θα τουφεκίσετε | να τουφεκίσετε | τουφεκίστε | ||
γ' πληθ. | τουφέκισαν τουφεκίσαν(ε) |
θα τουφεκίσουν(ε) | να τουφεκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τουφεκίσει | είχα τουφεκίσει | θα έχω τουφεκίσει | να έχω τουφεκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τουφεκίσει | είχες τουφεκίσει | θα έχεις τουφεκίσει | να έχεις τουφεκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τουφεκίσει | είχε τουφεκίσει | θα έχει τουφεκίσει | να έχει τουφεκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τουφεκίσει | είχαμε τουφεκίσει | θα έχουμε τουφεκίσει | να έχουμε τουφεκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τουφεκίσει | είχατε τουφεκίσει | θα έχετε τουφεκίσει | να έχετε τουφεκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τουφεκίσει | είχαν τουφεκίσει | θα έχουν τουφεκίσει | να έχουν τουφεκίσει |
|