fusiller
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfusiller (fr)
- τουφεκίζω
- il a été fusillé pour haute trahison - τουφεκίστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας
- (μεταφορικά) κεραυνοβολώ
- fusiller quelqu'un du regard - κεραυνοβολώ κάποιον με το βλέμμα