Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυλικτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τυλικτήρ
ας
οι
τυλικτήρ
ες
γενική
του
τυλικτήρ
α
των
τυλικτήρ
ων
αιτιατική
τον
τυλικτήρ
α
τους
τυλικτήρ
ες
κλητική
τυλικτήρ
α
τυλικτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυλικτήρας
<
τυλίγω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυλικτήρας
αρσενικό
συσκευή
ή
κατασκευή
που χρησιμοποιείται για να
τυλίξουμε
κάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τυλιχτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυλικτήρας
αγγλικά
:
reel
(en)
ιταλικά
:
naspo
(it)