τσιτωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσιτωτός | η | τσιτωτή | το | τσιτωτό |
γενική | του | τσιτωτού | της | τσιτωτής | του | τσιτωτού |
αιτιατική | τον | τσιτωτό | την | τσιτωτή | το | τσιτωτό |
κλητική | τσιτωτέ | τσιτωτή | τσιτωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσιτωτοί | οι | τσιτωτές | τα | τσιτωτά |
γενική | των | τσιτωτών | των | τσιτωτών | των | τσιτωτών |
αιτιατική | τους | τσιτωτούς | τις | τσιτωτές | τα | τσιτωτά |
κλητική | τσιτωτοί | τσιτωτές | τσιτωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιτωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
τσιτωτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιτωτός
|