Ετυμολογία

επεξεργασία
τσινάω < τσιν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσινῶ < *τινῶ με τσιτακισμό < τινάζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡siˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐νά‐ω

τσινάω/(τσινώ), αόρ.: τσίνησα, μτχ.π.π.: τσινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για υποζύγια)
    1. (αμετάβατο) κλοτσάω, αντιδρώ απότομα, δυστροπώ
    2. (μεταβατικό) τσιγκλάω υποζύγιο
  2. (μεταφορικά, για ανθρώπους, (αμετάβατο)) δυστροπώ, αντιδρώ, δεν δέχομαι, εκνευρίζομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Η μετοχή, κατά το τσινίζω: τσινισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσινάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.