τσινάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσινάω < τσιν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσινῶ < *τινῶ με τσιτακισμό < τινάζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίατσινάω/(τσινώ), αόρ.: τσίνησα, μτχ.π.π.: τσινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (για υποζύγια)
- (αμετάβατο) κλοτσάω, αντιδρώ απότομα, δυστροπώ
- (μεταβατικό) τσιγκλάω υποζύγιο
- (μεταφορικά, για ανθρώπους, (αμετάβατο)) δυστροπώ, αντιδρώ, δεν δέχομαι, εκνευρίζομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασία- όποιος τσινάει το γάιδαρο θ' ακούσει τις πορδές του, αυτός που προκαλεί υφίσταται και τις συνέπειες
Κλίση
επεξεργασίαΗ μετοχή, κατά το τσινίζω: τσινισμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσινάω - τσινώ | τσινούσα | θα τσινάω - τσινώ | να τσινάω - τσινώ | τσινώντας | |
β' ενικ. | τσινάς | τσινούσες | θα τσινάς | να τσινάς | τσίνα - τσίναγε | |
γ' ενικ. | τσινάει - τσινά | τσινούσε | θα τσινάει - τσινά | να τσινάει - τσινά | ||
α' πληθ. | τσινάμε - τσινούμε | τσινούσαμε | θα τσινάμε - τσινούμε | να τσινάμε - τσινούμε | ||
β' πληθ. | τσινάτε | τσινούσατε | θα τσινάτε | να τσινάτε | τσινάτε | |
γ' πληθ. | τσινάν(ε) - τσινούν(ε) | τσινούσαν(ε) | θα τσινάν(ε) - τσινούν(ε) | να τσινάν(ε) - τσινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίνησα | θα τσινήσω | να τσινήσω | τσινήσει | ||
β' ενικ. | τσίνησες | θα τσινήσεις | να τσινήσεις | τσίνα - τσίνησε | ||
γ' ενικ. | τσίνησε | θα τσινήσει | να τσινήσει | |||
α' πληθ. | τσινήσαμε | θα τσινήσουμε | να τσινήσουμε | |||
β' πληθ. | τσινήσατε | θα τσινήσετε | να τσινήσετε | τσινήστε | ||
γ' πληθ. | τσίνησαν τσινήσαν(ε) |
θα τσινήσουν(ε) | να τσινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσινήσει | είχα τσινήσει | θα έχω τσινήσει | να έχω τσινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσινήσει | είχες τσινήσει | θα έχεις τσινήσει | να έχεις τσινήσει | έχε τσινημένο | |
γ' ενικ. | έχει τσινήσει | είχε τσινήσει | θα έχει τσινήσει | να έχει τσινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσινήσει | είχαμε τσινήσει | θα έχουμε τσινήσει | να έχουμε τσινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσινήσει | είχατε τσινήσει | θα έχετε τσινήσει | να έχετε τσινήσει | έχετε τσινημένο | |
γ' πληθ. | έχουν τσινήσει | είχαν τσινήσει | θα έχουν τσινήσει | να έχουν τσινήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τσινημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τσινημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τσινημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τσινημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τσινάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .